- κλασαυχενίζομαι
- 1. περπατώ καμαρωτά κουνώντας τον αυχένα μου δεξιά κι αριστερά, δηλ. βαδίζω θηλυπρεπώς, ακκίζομαι2. μτφ. έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου, κορδώνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Κλασ-αυχενίζομαι < θ. κλασ- τού κλῶ (πρβλ. μέλλ. κλάσ-ω, αόρ. ἔ-κλασ-α) + -αυχενίζομαι (< αὐχήν αὐχέν-ος), πρβλ. δı-αυχενίζομαι].
Dictionary of Greek. 2013.